- λεπτόσαρκος
- λεπτό-σαρκος, ον,A with fine pulp,
κάρυον Gp.10.64.3
, cf.Sch.Theoc. 5.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάρυον Gp.10.64.3
, cf.Sch.Theoc. 5.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] … Dictionary of Greek
λεπτόσαρκον — λεπτόσαρκος with fine pulp masc/fem acc sg λεπτόσαρκος with fine pulp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόσαρκοι — λεπτόσαρκος with fine pulp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek